αναπλαστικός

αναπλαστικός
-ή, -ό (Α ἀναπλαστικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στην ανάπλαση, την αναμόρφωση
2. αυτός που αναφέρεται στην αναπλαστική*
3. ο χρήσιμος για απομίμηση προτύπου
αρχ.
αυτός που έχει δημιουργική φαντασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάπλασις. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιω. Ορλάνδο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀναπλαστικόν — ἀναπλαστικός imaginative masc acc sg ἀναπλαστικός imaginative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπλαστικήν — ἀναπλαστικός imaginative fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπλαστικάς — ἀναπλαστικά̱ς , ἀναπλαστικός imaginative fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”